- οικονομετρία
- Διεθνής όρος πλασμένος από τα ελληνικά, ο οποίος χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό κλάδου της οικονομικής επιστήμης, ο οποίος εφαρμόζει τις μεθόδους της οικονομικής ανάλυσης στα δεδομένα που προσφέρει η στατιστική, με σκοπό να δώσει την ερμηνεία και τη διάγνωση ενός οικονομικού φαινόμενου και να υποδείξει τις εναλλακτικές γραμμές δράσης που μπορούν να εφαρμοστούν για την αντιμετώπιση του, σε σχέση με τις συνέπειες. Διαφορετικά από τη μαθηματική οικονομία, που εφαρμόζει στην οικονομική θεωρία τη μαθηματική γλώσσα, η ο. δεν ξεκινά από γενικά και αφηρημένα αξιώματα, αλλά ασχολείται με περιορισμένα και συγκεκριμένα προβλήματα, ξεκινώντας από εμπειρικά γεγονότα, που παρατηρούνται και μετρούνται στατιστικά.
Η πρωτοτυπία της ο. συνίσταται λοιπόν στο γεγονός ότι αυτή αποτελεί το σημείο συνάντησης και σύνθεσης διάφορων επιστημών: της οικονομικής θεωρίας, της μαθηματικής ανάλυσης, της στατιστικής ανάλυσης. Η σύνθεση αυτή πραγματοποιείται με ένα είδος διαλόγου που, στη μαθηματική γλώσσα, γίνεται μεταξύ του οικονομολόγου και του στατιστικού, όπου ο πρώτος διατυπώνει υποθέσεις και ο δεύτερος τις ελέγχει, παραβάλλοντας τες με τα γεγονότα. Ο οικονομολόγος αναζητεί ποιες σχέσεις μπορεί να υπάρχουν ανάμεσα στα οικονομικά φαινόμενα που εξετάζει και προσπαθεί να τις εκφράσει με ένα σύστημα εξισώσεων (τόσες εξισώσεις όσα είναι τα φαινόμενα που θέλει να ερμηνεύσει)· κατόπιν επεμβαίνει ο στατιστικός, που φροντίζει να εξακριβώσει αν οι υποθετικές σχέσης επιβεβαιώνονται από την ανάλυση των γεγονότων (ή αν πρέπει να τροποποιηθούν με βάση αυτά) και να υπολογίσει τις παραμέτρους των εξισώσεων. Κατόπιν, ολόκληρο το σύστημα αναλύεται, για να εξακριβωθεί ποια είναι τα ουσιαστικά στοιχεία μέσα σε αυτό. Έτσι η ο. καταλήγει στον διπλό σκοπό, να κατασκεύασει επεξηγηματικά πρότυπα, που αναπαριστάνουν όσο πιο πιστά είναι δυνατό τον μηχανισμό των οικονομικών φαινομένων, και να διατυπώσει πρότυπα απόφασης, που προβλέπουν τα αποτελέσματα των διάφορων γραμμών ενέργειας που μπορούν να ακολουθηθούν μπροστά σε αυτά τα γεγονότα.
* * *η(οικον.) η στατιστική και μαθηματική ανάλυση τών οικονομικών σχέσεων και φαινομένων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. econometńe (< οικονομία + -μετρία < μετρώ)].
Dictionary of Greek. 2013.